- ἀμφίον
ἀμφίον, τό, Umwurf, Soph. frg. 370; D. Hal. 4, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφίον, τό, Umwurf, Soph. frg. 370; D. Hal. 4, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀμφίον' — Ἀμφίονα , Ἄμφιων masc acc sg Ἀμφίονι , Ἄμφιων masc dat sg Ἀμφίονε , Ἄμφιων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμφιον — Ἄμφιος masc acc sg Ἄμφιων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… … Dictionary of Greek
ρακάμφιος — ον, Μ (ως προσωνυμία ενός μοναχού) ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἄμφιον] … Dictionary of Greek