- ἀμφί-θυρος
ἀμφί-θυρος, von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-θυρος, von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψίθυρος — κλεψίθυρος, ὁ (Μ) αυτός που εισέρχεται κάπου κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος, κρουσί θυρος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
κρουσίθυρος — κρουσίθυρος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπά την πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. τό κρουσίθυρον (ενν. μέλος) νυκτωδία, σερενάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος, ψευδοδί θυρος. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου … Dictionary of Greek
υπέρθυρος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος] … Dictionary of Greek