- ἀμφί-ξοος
ἀμφί-ξοος, ringsum glättend, σκέπαρνον Leon. Tar. 4 (VI, 205).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-ξοος, ringsum glättend, σκέπαρνον Leon. Tar. 4 (VI, 205).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό … Dictionary of Greek
λάξοος — λάξοος, ὁ (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λά ξοος < λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. αμφί ξοος, μονό ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.] … Dictionary of Greek