ἀμφί-νοος

ἀμφί-νοος

ἀμφί-νοος, von zwei Seiten überlegend, bedachtsam, λέσχης heißt Demokrit bei Tim. Phlias. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφίνοος — ἀμφίνοος, ον (Α) πολυμήχανος, πολύτροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + νόος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινοέω] …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”