- ἀμφί-ζευκτος
ἀμφί-ζευκτος, von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-ζευκτος, von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόζευκτος — θεόζευκτος, ον (AM) αυτός που ενώθηκε, που συνδέθηκε από τον θεό («τὸ ζεῡγος τό θεόζευκτον», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί ζευκτος, νεό ζευκτος] … Dictionary of Greek
λινόζευκτος — λινόζευκτος, ον (Α) συνδεδεμένος με λινές κλωστές («λινόζευκτος δεσμός», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί ζευκτος, τετρά ζευκτος] … Dictionary of Greek
αμφίζευκτος — ἀμφίζευκτος, ον (Α) (για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ζευκτός < ζεύγνυμι] … Dictionary of Greek