- ἀμφί-εκτον
ἀμφί-εκτον, nach Hesych. ein Kleid; bei Themist. 8 neben ἡμίεκτον, ein Maaß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-εκτον, nach Hesych. ein Kleid; bei Themist. 8 neben ἡμίεκτον, ein Maaß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίεκτον — ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α) 1. μισός εκτεύς* 2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα 3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῡ» οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. αμφί εκτον] … Dictionary of Greek
τριημίεκτον — τὸ, Α ένας και μισός εκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + εκτον (< ἑκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. ἀμφί εκτον] … Dictionary of Greek