ἀμφ-έρχομαι

ἀμφ-έρχομαι

ἀμφ-έρχομαι, Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυϑε ϑῆλυς ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυϑεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”