- ὀμφάλιον
ὀμφάλιον, τό, dim. von ὀμφαλός, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφάλιον, τό, dim. von ὀμφαλός, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφάλιον — neut nom/voc/acc sg ὀμφάλιος having a boss masc/fem acc sg ὀμφάλιος having a boss neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ομφάλιον — Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Ηπείρου στη χώρα των Χαόνων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την πόλη έχτισε η Ομφάλη. Ταυτίζεται με τη σημερινή Πρεμετή. 2. Πόλη της Θεσσαλίας, κοντά στην Οίτη. 3. Πόλη στην Κρήτη. Ονομάστηκε έτσι γιατί… … Dictionary of Greek
ὀμφαλίοιο — ὀμφάλιον neut gen sg (epic) ὀμφάλιος having a boss masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλίου — ὀμφάλιον neut gen sg ὀμφάλιος having a boss masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλίων — ὀμφάλιον neut gen pl ὀμφάλιος having a boss masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλίῳ — ὀμφάλιον neut dat sg ὀμφάλιος having a boss masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφάλιο(ν) — το (ΑΜ ὀμφάλιον) βλ. ομφάλιος … Dictionary of Greek
ομφάλιος — α, ο (ΑΜ ὀμφάλιος, ία, ον) [ομφαλός] το ουδ. ως ουσ. το ομφάλιον (στο Βυζ.) στρογγυλή πλάκα από χρωματιστό μάρμαρο που τοποθετείται στο κέντρο τού μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ. νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1914 και στεγάζεται από το 1930 στη βίλα Ιλίσσια (Βασιλίσσης Σοφίας 22), που άρχισε να χτίζεται το 1840 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη για τη Γαλλίδα φιλελληνίδα Sοphie de Marbοis Lebrun, δούκισσα της Πλακεντίας (1785 1854) … Dictionary of Greek
Πεδιάδας επαρχία — Διοικητική διαίρεση (620 τ. χλμ.) του νομού Ηρακλείου. Πρωτεύουσα το Καστέλλι. Η επαρχία Π. είναι πεδινή στο μεγαλύτερο μέρος της και με έδαφος πολύ γόνιμο. Το όνομά της οφείλεται στο Ομφάλιον πεδίον των αρχαίων. Οι Ενετοί έχτισαν εκεί μικρό… … Dictionary of Greek