- ἀμφ-ημερινός
ἀμφ-ημερινός, πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-ημερινός, πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] … Dictionary of Greek