- ὀμφακίτης
ὀμφακίτης, ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφακίτης, ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφακίτης — ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, ίτιδος) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων μσν. αρχ. οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ὀμφακίτης — ὀμφακί̱της , ὀμφακίτης unripe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
ὀμφακίτην — ὀμφακί̱την , ὀμφακίτης unripe masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτου — ὀμφακί̱του , ὀμφακίτης unripe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)