- ὀμφακίς
ὀμφακίς, ίδος, ἡ, der herbe Kelch der Eichel, der zum Gerben gebraucht wird, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφακίς, ίδος, ἡ, der herbe Kelch der Eichel, der zum Gerben gebraucht wird, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφακίς — ὀμφακίς, ίδος, ἡ (Μ) [όμφαξ] η κοίλη θήκη τού βαλανιού, τού καρπού τής δρυός, την οποία χρησιμοποιούσαν στη βυρσοδεψική και ως στυπτικό φάρμακο … Dictionary of Greek
ὀμφακίδας — ὀμφακίς cup of the acorn fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίδος — ὀμφακίς cup of the acorn fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίδων — ὀμφακίς cup of the acorn fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(enebh-1), embh-, ombh-, nō̆ bh- (nēbh-?), m̥bh- — (enebh 1), embh , ombh , nō̆ bh (nēbh ?), m̥bh English meaning: navel Deutsche Übersetzung: “Nabel” Note: plural with l formant. Material: O.Ind. nábhya n. “hub”, nü bhi f. “navel, hub, kinship”, nübhīla n. (uncovered) “… … Proto-Indo-European etymological dictionary