- ἀμφι-έζω
ἀμφι-έζω, = ἀμφιέννυμι, τινά, Plut. C. Graech. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-έζω, = ἀμφιέννυμι, τινά, Plut. C. Graech. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek