- ἀμφι-έτηρος
ἀμφι-έτηρος, alljährlich, Orph. H. 51, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-έτηρος, alljährlich, Orph. H. 51, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιέτηρος — ἀμφιέτηρος, ον (Α) ο αμφιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετηρος < ἔτος (πρβλ. τρι έτηρος)] … Dictionary of Greek