- ἀμφ-ιάχω
ἀμφ-ιάχω, ringsum schreien, Hom. perf. ἀμφιαχυῖαν Il. 2, 316, Präsensbdtg; vgl. Scholl. Herodian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-ιάχω, ringsum schreien, Hom. perf. ἀμφιαχυῖαν Il. 2, 316, Präsensbdtg; vgl. Scholl. Herodian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιάχω — ἀμφιάχω (Α) (για πτηνά) πετώ τριγύρω κρώζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἰάχω, πρβλ. λ. ἀμφιαχυῖα] … Dictionary of Greek