ἀμφι-θηγής

ἀμφι-θηγής

ἀμφι-θηγής, zweischneidig, σάγαρις Philipp. 6 (VI, 94).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφιθηγής — ἀμφιθηγής, ές (Α) ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θηγής < θήγω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”