- ἀμφι-λογία
ἀμφι-λογία, ἡ, Wortstreit, im plur., Hes. Th. 229; Plut. öfter, z. B. διαλύειν Ages. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-λογία, ἡ, Wortstreit, im plur., Hes. Th. 229; Plut. öfter, z. B. διαλύειν Ages. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek