- ἀμφ-ελελίζω
ἀμφ-ελελίζω, umschlängeln, Nonn. D. 5, 148; -λιξάμενος, indem er sich umdrehte, Qu. Sm. 11, 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-ελελίζω, umschlängeln, Nonn. D. 5, 148; -λιξάμενος, indem er sich umdrehte, Qu. Sm. 11, 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφελελίζω — ἀμφελελίζω (Α) αναταράσσω, ταρακουνάω, κραδαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἐλελίζω «περιστρέφω, αναταράσσω», ποιητ. τ. τού ρ. ἑλίσσω με αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek