- ἀμφι-δέω
ἀμφι-δέω (s. δέω), umbinden, Ap. Rh. 2, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-δέω (s. δέω), umbinden, Ap. Rh. 2, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφέδεον — ἀμφί δέω 1 bind imperf ind act 3rd pl ἀμφί δέω 1 bind imperf ind act 1st sg ἀμφί δέω 2 lack imperf ind act 3rd pl ἀμφί δέω 2 lack imperf ind act 1st sg ἀμφί δεῖ there is need imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀμφί δεῖ there is need… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδέω — ἀμφιδέω (Α) περιδένω, δένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δέω «δένω». ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος αρχ. ἀμφίδεα, ἀμφιδέα] … Dictionary of Greek
καταδέτης — καταδέτης, ὁ (Α) εγκάρσια δοκός σύνδεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέτης (< δέτης < δέω (Ι) «δένω»), πρβλ. αμφι δέτης, συν δέτης] … Dictionary of Greek
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek