- ἀμφι-δέτης
ἀμφι-δέτης, ὁ, Halsgurt am Pferdegeschirr, Artemidor. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-δέτης, ὁ, Halsgurt am Pferdegeschirr, Artemidor. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταδέτης — καταδέτης, ὁ (Α) εγκάρσια δοκός σύνδεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέτης (< δέτης < δέω (Ι) «δένω»), πρβλ. αμφι δέτης, συν δέτης] … Dictionary of Greek