- ἀμφιανακτίζω
ἀμφιανακτίζω, so dichten, Suid. aus Cratin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφιανακτίζω, so dichten, Suid. aus Cratin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιανακτίζω — ἀμφιανακτίζω (Α) [ἀμφιάνακτες] ψάλλω διθυραμβικούς ύμνους, όπως οι αμφιάνακτες … Dictionary of Greek
ἀμφιανακτίζειν — ἀμφιανακτίζω dithyrambic poets pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιάνακτες — ἀμφιάνακτες, οι (Α) σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἄναξ, ἄνακτος. ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω] … Dictionary of Greek
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek