- ἀμφι-δεής
ἀμφι-δεής, ές, sehr furchtsam, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-δεής, ές, sehr furchtsam, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
αμφιδεής — ἀμφιδεής, ὲς (Α) ο περιδεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δεὴς < δέος «φόβος»] … Dictionary of Greek