- ἀμφι-κλύζω
ἀμφι-κλύζω, umspülen, Orph. Arg. 271.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-κλύζω, umspülen, Orph. Arg. 271.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφέκλυσθεν — ἀμφί κλύζω wash aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφικλύζω — ἀμφικλύζω (Α) περιβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κλύζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίκλυστος] … Dictionary of Greek
τρίκλυστος — ον, Α αυτός που πλύθηκε ή καθαρίστηκε τρεις φορές από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. ἀμφί κλυστος] … Dictionary of Greek