ἀμφι-ετής

ἀμφι-ετής

ἀμφι-ετής, ές, dasselbe, Callim. Del. 278.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερετής — ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει υπερβεί το όριο ηλικίας, τη δυνατότητα κατάταξης σε άλλη φορολογική κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ετής (< ἔτος), πρβλ. ἀμφι ετής] …   Dictionary of Greek

  • αμφιετής — ἀμφιετής, ές (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετής < ἔτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”