- ἀμφι-κτίονες
ἀμφι-κτίονες, οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-κτίονες, οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < … Dictionary of Greek
περικτίονες — όνων, οἱ, Α περίοικοι, γείτονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κτίονες (< κτίζω), πρβλ. αμφι κτίονες] … Dictionary of Greek
Амфиктиония — (др. греч. Ἀμφικτίων, или Ἀμφικτύων от др. греч. ἀμφι κτίονες жители окружающих областей, соседи) или дельфийский союз название союза греческих племён, живших по соседству со святилищем общего высшего божества, объ … Википедия
Дельфийский союз — Амфиктиония (др. греч. Ἀμφικτίων, или Ἀμφικτύων от др. греч. ἀμφι κτίονες жители окружающих областей, соседи) или дельфийский союз название союза греческих племён, живших по соседству со святилищем общего высшего божества, объединявшихся для его… … Википедия
αμφιπερικτίονες — ἀμφιπερικτίονες, οι (Α) περίοικοι, γείτονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περικτίονες < περί + κτίονες < κτίζω πρβλ. και ἀμφυκτίονες] … Dictionary of Greek