- ἀμφι-στένω
ἀμφι-στένω, umseufzen, Qu. Sm. öfter, z. B. 9, 440.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-στένω, umseufzen, Qu. Sm. öfter, z. B. 9, 440.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφέστενε — ἀμφί στένω moan imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφέστενεν — ἀμφί στένω moan imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)