- ἀμφι-στεφής
ἀμφι-στεφής, ές, v. l. Il. 11, 40 κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστεφέες, Aristarch ἀμφιστρεφέες, s. Scholl. Didym., der mit der Lesart ohne ρ vs. 36 vergleicht τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-στεφής, ές, v. l. Il. 11, 40 κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστεφέες, Aristarch ἀμφιστρεφέες, s. Scholl. Didym., der mit der Lesart ohne ρ vs. 36 vergleicht τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιστεφής — ἀμφιστεφής, ές (Α) αυτός που είναι τοποθετημένος ολόγυρα σαν στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στεφὴς <στέφος < στέφω] … Dictionary of Greek