- ἀμφι-πίτνω
ἀμφι-πίτνω, dasselbe, Eur. Suppl. 278 ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ, auch ἀμφιπιτνοῦσα geschr. Vgl. πίτνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-πίτνω, dasselbe, Eur. Suppl. 278 ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ, auch ἀμφιπιτνοῦσα geschr. Vgl. πίτνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιπίπτω — ἀμφιπίπτω (και ποιητ. πίτνω) (Α) 1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά 2. ασπάζομαι, χαιρετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πίπτω] … Dictionary of Greek