ἀμφι-πίπτω

ἀμφι-πίπτω

ἀμφι-πίπτω (s. πίπτω), um jemand herfallen, ihn umarmen, πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od. 8, 523; στόμασι Soph. Tr. 934; Pind. Λοκρῶν ἔϑνος ἀμφέπεσον, mit Liebe umfassen, Ol. 11, 98.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφιπίπτω — ἀμφιπίπτω (και ποιητ. πίτνω) (Α) 1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά 2. ασπάζομαι, χαιρετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”