- ἀμφι-πέλεκκος
ἀμφι-πέλεκκος, v. l. Il. 13, 612 für ἀμφὶ πελέκκῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-πέλεκκος, v. l. Il. 13, 612 für ἀμφὶ πελέκκῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέλεκκον — τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α η λαβή τού πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέλεκ F ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < *λάκFος)] … Dictionary of Greek