ἀμφι-πένομαι

ἀμφι-πένομαι

ἀμφι-πένομαι, um etwas beschäftigt sein, Hom. z. B. πατέρ' ἀμφεπένοντο Od. 15, 467, τοὺς ἰητροὶ ἀμφιπένονται Il. 16, 28, δῶρα 19, 278; im schlimmen Sinne, über einen herfallen, κύνες 23, 184, ἰχϑύες 21, 203; – auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφιπένομαι — ἀμφιπένομαι (Α) (επικό ρήμα μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. ασχολούμαι με κάποιον ή κάτι, περιποιούμαι, φροντίζω 2. περικυκλώνω, περικλείω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πένομαι] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”