- περι-πνίγω
περι-πνίγω (s. πνίγω), von allen Seiten her ersticken, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πνίγω (s. πνίγω), von allen Seiten her ersticken, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπνίγεσθαι — περιπνί̱γεσθαι , περί πνίγω choke pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνίγουσα — περιπνί̱γουσα , περί πνίγω choke pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάγχω — Α (κατά το λεξ. Σούδα) πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό, πνίγω»] … Dictionary of Greek
συμπνίγω — ΜΑ [πνίγω] 1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια 2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ) 3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
υπερπνιγής — ές, Α πολύ λαχανιασμένος, ὑπέρασθμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πνιγής (< πνίγω), πρβλ. περι πνιγής] … Dictionary of Greek