- ἀμφ-αϋτέω
ἀμφ-αϋτέω, ringsum ertönen, in tmesi Il. 12, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-αϋτέω, ringsum ertönen, in tmesi Il. 12, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφαϋτέω — ἀμφαϋτέω (Α) (μόνο σε τμήση) ηχώ ολόγυρα, αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀϋτέω, ποιητ. τ. στον Όμηρο και καμιά φορά στους τραγικούς, που εκφράζει την έννοια τής κραυγής, και ιδιαίτερα τής πολεμικής κραυγής] … Dictionary of Greek