- ὀξυ-αύγεια
ὀξυ-αύγεια, ἡ, der schnelle Schein, Anblick, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-αύγεια, ἡ, der schnelle Schein, Anblick, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυαύγεια — ὀξυαύγεια, ἡ (Α) εκθαμβωτικό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + αύγεια (< αυγής < αὐγή), πρβλ. δι αύγεια] … Dictionary of Greek