- ὀξυ-βόας
ὀξυ-βόας u. ὀξυβόης, ὁ, scharf, hell, laut rufend, schreiend; Aesch. Ag. 57; κώνωπες, Mel. 93 (V, 151); Luc. Iup. Trag. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-βόας u. ὀξυβόης, ὁ, scharf, hell, laut rufend, schreiend; Aesch. Ag. 57; κώνωπες, Mel. 93 (V, 151); Luc. Iup. Trag. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυβόας — ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης) νεοελλ. μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε αρχ. ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βόας … Dictionary of Greek
ωκυβόας — ὁ, Α ο ταχύς στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + βόας (< βοή), πρβλ. ὀξυ βόας] … Dictionary of Greek