- ἀν-υπό-κριτος
ἀν-υπό-κριτος, unverstellt; ohne Heuchelei, N. T. – Adv., Anton. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-υπό-κριτος, unverstellt; ohne Heuchelei, N. T. – Adv., Anton. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek