- ἀν-υπό-τακτος
ἀν-υπό-τακτος, 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, διήγησις Pol. 3, 36. 5, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-υπό-τακτος, 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, διήγησις Pol. 3, 36. 5, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεότακτος — θεότακτος, ον (Μ) αυτός που τάχθηκε από τον θεό, αυτός που καθορίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τακτος (< τάσσω), πρβλ. αν υπό τακτος, από τακτος] … Dictionary of Greek
ευυπότακτος — η, ο (Μ εὐυπότακτος, ον) αυτός που υπακούει εύκολα, που υποτάσσεται εύκολα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπότακτον η υποταγή, η πρόθυμη υπακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπό τακτος (< υπο τάσσω)] … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek