- ἀντί-κλεις
ἀντί-κλεις, ειδος, ἡ, dasselbe, Poll. 10, 22; Clem. Alex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-κλεις, ειδος, ἡ, dasselbe, Poll. 10, 22; Clem. Alex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίκλεις — ἡμίκλεις, ὁ, ἡ (Μ) (για πύλες πόλης, φρουρίου κ.λπ.) ημίκλειστος, μισοκλεισμένος ή φαινομενικά κλειστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλεις (< κλείω), πρβλ. αντί κλεις, κατά κλεις] … Dictionary of Greek