ἀντί-κοψις

ἀντί-κοψις

ἀντί-κοψις, , das Entgegenstoßen, ἀνέμων Theo Phr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόψη — η [κόβω] 1. η ενέργεια τού κόβω, τμήση, κοπή 2. η ακμή κοφτερού εργαλείου («σέ γνωρίζω από την κόψη τού σπαθιού την τρομερή», Σολωμ. Εθν. Ύμν.) 3. η κατατομή, η εξωτερική εμφάνιση («έχει αετήσια κόψη») 4. η γραμμή συνάντησης τών δύο πλευρών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”