- ἀντί-ποινος
ἀντί-ποινος (ποινή), zum Ersatz, zur Vergeltung dienend, δίκαι μητροφόναι Aesch. Eum. 258. Bes. τὰ ἀντίποινα, = ἄποινα, Vergeltung, Pers. 468; öfter Lycophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-ποινος (ποινή), zum Ersatz, zur Vergeltung dienend, δίκαι μητροφόναι Aesch. Eum. 258. Bes. τὰ ἀντίποινα, = ἄποινα, Vergeltung, Pers. 468; öfter Lycophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] … Dictionary of Greek