- ἀντί-πλευρος
ἀντί-πλευρος (πλευρά), mit entgegengekehrter Seite, nebenan, Soph. frg. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-πλευρος (πλευρά), mit entgegengekehrter Seite, nebenan, Soph. frg. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίπλευρος — ον, Α αυτός που καλύπτει τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] … Dictionary of Greek
περιπλευριτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που προσβάλλει την πλευρά («περιπλευριτικὰ νοσήματα» η πλευρίτιδα, Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] … Dictionary of Greek