- ἀντ-αν-ίσχω
ἀντ-αν-ίσχω, dagegen aufgehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντ-αν-ίσχω, dagegen aufgehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek