- ἀντ-αν-ίστημι
ἀντ-αν-ίστημι (s. ἵστημι), dagegen aufstellen, Plut. de aud. 5; – med. u. intrans. tempp., dagegen aufstehen, Widerstand leisten, Soph. Tr. 441; Plut. öfter, z. B. Alex. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντ-αν-ίστημι (s. ἵστημι), dagegen aufstellen, Plut. de aud. 5; – med. u. intrans. tempp., dagegen aufstehen, Widerstand leisten, Soph. Tr. 441; Plut. öfter, z. B. Alex. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek