ἀντι-βλάπτω

ἀντι-βλάπτω

ἀντι-βλάπτω, dagegen, zur Vergeltung beschädigen, schaden, Arist. Eth. Nic. 5, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀντιβλάπτῃ — ἀντί βλάπτω disable pres subj mp 2nd sg ἀντί βλάπτω disable pres ind mp 2nd sg ἀντί βλάπτω disable pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλάψῃ — ἀντί βλάπτω disable aor subj mid 2nd sg ἀντί βλάπτω disable aor subj act 3rd sg ἀντί βλάπτω disable fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλαπτόντων — ἀντί βλάπτω disable pres part act masc/neut gen pl ἀντί βλάπτω disable pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλάπτει — ἀντί βλάπτω disable pres ind mp 2nd sg ἀντί βλάπτω disable pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλάπτοντα — ἀντί βλάπτω disable pres part act neut nom/voc/acc pl ἀντί βλάπτω disable pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλάπτουσιν — ἀντί βλάπτω disable pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντί βλάπτω disable pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλάψαι — ἀντί βλάπτω disable aor inf act ἀντιβλάψαῑ , ἀντί βλάπτω disable aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλαβῆναι — ἀντί βλάπτω disable aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλάπτων — ἀντί βλάπτω disable pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβλάψωσιν — ἀντί βλάπτω disable aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”