- ἀντι-βιβρώσκω
ἀντι-βιβρώσκω, dagegen verzehren, ἀντιβρωϑησόμενος Ath. VIII, 343 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-βιβρώσκω, dagegen verzehren, ἀντιβρωϑησόμενος Ath. VIII, 343 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντιβρωθησόμενον — ἀντί βιβρώσκω eat fut part pass masc acc sg ἀντί βιβρώσκω eat fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειρή — και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α) 1. λαιμός, τράχηλος 2. περιδέραιο 3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα 4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» τα στολίδια, τα κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ … Dictionary of Greek