- ἀντι-κλάζω
ἀντι-κλάζω (s. κλάζω), entgegentönen, widerhallen, κραυγὴ πέτραις ἀντέκλαγξεν Eur. Andr. 1144; aktiv., ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος Bacch. 1055.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-κλάζω (s. κλάζω), entgegentönen, widerhallen, κραυγὴ πέτραις ἀντέκλαγξεν Eur. Andr. 1144; aktiv., ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος Bacch. 1055.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλάζω — (Α) κλάζω, τραγουδώ με δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Πίνδαρο «το σον αυτού μέλος γλάζεις». Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τού ρ. κλάζω*. Εάν όμως στο χωρίο τού Πινδάρου αντί τής λ. μέλος τεθεί η λ. μέλι, τότε το ρ. γλάζω θα… … Dictionary of Greek