- ἀντι-κλάω
ἀντι-κλάω (s. κλάω), zurückbrechen, zurückprallen, Sp., z. B. Schol. Ar. Th. 909.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-κλάω (s. κλάω), zurückbrechen, zurückprallen, Sp., z. B. Schol. Ar. Th. 909.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντανακλασθήσονται — ἀντί , ἀνά κλάω cry fut ind pass 3rd pl ἀντί ἀνακλάζω cry aloud fut ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντανέκλασας — ἀντί , ἀνά , ἐκ λάζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀντί , ἀνά κλάω cry aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντανακεκλάσθω — ἀντί , ἀνά κλάω cry perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντανακέκλασται — ἀντί , ἀνά κλάω cry perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
μεσόκλαστος — μεσόκλαστος, ον (Α) (για εξάμετρους στίχους οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό τους τροχαίο αντί για σπονδείο) ο σπασμένος, ο κομμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλαστός (< κλάω «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος] … Dictionary of Greek