- πεπαῤῥησιασμένως
πεπαῤῥησιασμένως, adv. vom part. perf. pass. von παῤῥησιάζω, freimüthig, Schol. Luc. Icarom. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπαῤῥησιασμένως, adv. vom part. perf. pass. von παῤῥησιάζω, freimüthig, Schol. Luc. Icarom. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπαρρησιασμένως — Μ επίρρ. με παρρησία, με ελευθεροστομία, θαρραλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπαρρησιασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παρρησιάζομαι] … Dictionary of Greek
πεπαρρησιασμένως — παρρησιάζομαι speak freely perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)