- πιπίζω
πιπίζω, = πιπίσκω, zw. S. auch πιππίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιπίζω, = πιπίσκω, zw. S. auch πιππίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιπίζω — (I) και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α (για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ]. (II) Μ πιπίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί σκω με… … Dictionary of Greek
πιπίζω — για πουλιά, φωνάζω πι πι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίπισμα — το, Ν [πιπίζω (Ι)] η φωνή τών νεοσσών … Dictionary of Greek
πιπίνι — το, Ν 1. ο νεοσσός τού περιστεριού, πιτσούνι 2. η γλωσσίδα ορισμένων πνευστών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπίζω (Ι) + κατάλ. νι] … Dictionary of Greek
πιπιρίζω — (I) Ν βλ. πιπίζω (Ι). (II) Ν (διαλ. τ.) βλ. πιπερίζω … Dictionary of Greek
πιππίζω — Α βλ. πιπίζω (Ι) … Dictionary of Greek
πιπώ — οῡς, ἡ, Α δρυοκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το αρχ. ινδ. pippakā (πρβλ. πιπίζω [Ι], πίφιγξ)] … Dictionary of Greek