- πεποίθησις
πεποίθησις, ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N. T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεποίθησις, ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N. T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεποίθησις — trust fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεποιθήσει — πεποίθησις trust fem nom/voc/acc dual (attic epic) πεποιθήσεϊ , πεποίθησις trust fem dat sg (epic) πεποίθησις trust fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεποιθήσεις — πεποίθησις trust fem nom/voc pl (attic epic) πεποίθησις trust fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπείθησις — καταπείθησις, ἡ (Α) η πειθώ, η δύναμη κάποιου να πείθει. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε από κάποιον αμάρτυρο μεταπλασμένο τ. τού καταπείθω σε έω / ῶ είτε και από το ίδιο το καταπείθω με επίδραση τού πεποίθησις] … Dictionary of Greek
πεποίθηση — η / πεποίθησις, ήσεως, ΝΑ τόλμη, θάρρος που πηγάζει από την πίστη σε κάτι ή από τη βεβαιότητα για κάτι («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακλόνητη πίστη και σταθερή βεβαιότητα για την… … Dictionary of Greek
πεποιθήσεως — πεποιθήσεω̆ς , πεποίθησις trust fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεποίθησιν — πείθω persuade perf subj act 3rd sg (epic) πεποίθησις trust fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИЕРОНИМ I — [греч. ῾Ιερώνυμος; в миру Иероним Коцонис, греч. ῾Ιερώνυμος Κοτσώνης] (1905, с. Истерния, о в Тинос, Греция 15.11.1988, там же), архиеп. Афинский и всей Эллады (1967 1973). Происходил из бедной семьи; отец И. моряк, скончался за 3 месяца до его… … Православная энциклопедия