- πεπλίς
πεπλίς, ἡ, = πέπλιον, Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπλίς, ἡ, = πέπλιον, Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπλίς — wild purslane fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλίς — ίδος, ἡ, Α το φυτό ευφόρβιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. μυρ ίς). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή απλώνονται πάνω στο έδαφος] … Dictionary of Greek
πεπλίδα — πεπλίς wild purslane fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλίδος — πεπλίς wild purslane fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπλιον — τὸ, Α [πεπλίς] υποκορ. τού πεπλίς … Dictionary of Greek
μηκωνίτις — μηκωνῑτις, ιδος, ἡ (Α) το θαμνώδες φυτό πέπλος ή πεπλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + επίθημα ῖτις (πρβλ. δαφν ίτις, καπν ίτις)] … Dictionary of Greek
πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… … Dictionary of Greek